Tuesday, July 20, 2010

H διαρκής υποβάθμιση της Ιατρικής Σχολής

Η παρακάτω επιστολή δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή και περιγράφει ένα μόνο μέρος της πραγματικότητας που επικρατεί στην Ιατρική Σχολή. Το άλλο μέρος είναι τα ποσοστά των γόνων που καταλαμβάνουν την έδρα του μπαμπά και της μαμάς.


H διαρκής υποβάθμιση της Ιατρικής Σχολής

Του Αναστασιου Πολυμενακου*

Yπήρξα φοιτητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (αποφοίτησα το 1995), τότε που μόλις είχαν αρχίσει τα περιστατικά με τις καταλήψεις. Θυμάμαι με πόσο ενθουσιασμό είχα ξεκινήσει στη Σχολή και με πόση λαχτάρα περίμενα τις διαλέξεις και την ευκαιρία να συνομιλήσω με τους καθηγητές μου στα προκλινικά και κλινικά μαθήματα. Αυτή η δίψα για μάθηση και η επιθυμία για γνώση, σταδιακά, μέσα από τη διαδικασία των καταλήψεων και του μοντέλου επιβράβευσης της «ελάχιστης προσπάθειας», μεταμορφώθηκε σε μια ακαταμάχητη επιθυμία να αποφοιτήσω μια ώρα αρχύτερα τη Σχολή που τόσο αγάπησα και ονειρευόμουν να γίνω φοιτητής.

Παραιτήθηκα από κάθε κίνητρο που είχα να μείνω στην Ελλάδα για να κάνω ειδικότητα και να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα στη χώρα μου, κοντά στην οικογένειά μου. Πώς να θελήσω κάτι τέτοιο όταν ο τίτλος τιμής του να γίνεις φοιτητής στην Ιατρική Αθηνών είχε γίνει συνώνυμο συνδιαλλαγής σε κάθε επίπεδο, χωρίς κανένα κίνητρο επιβράβευσης των αρίστων.

Ενδεικτικά, από τους 220 φοιτητές (που εισαχθήκαμε με «αιματηρές» Πανελλήνιες Εξετάσεις), καταλήξαμε να είμαστε πάνω από 650 στο πέμπτο έτος (λόγω μετεγγραφών)! Κατά συνεπεία αναγκαζόμασταν να στοιβαχτούμε στα αμφιθέατρα και στις κλινικές με τις αναμενόμενες επιπτώσεις στο παρεχόμενο επίπεδο γνώσης και κριτικής αξιολόγησης (και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι το ανέχονταν και δεν διαμαρτύρονταν για τους γνωστούς λόγους).

Επιπλέον, δεν υπήρχε κανένα κριτήριο επιβράβευσης όσων συμμετείχαν σε κλινικές, έρευνα, διαλέξεις και συνέδρια. Καμιά «αξιολόγηση προόδου» κατά τη διάρκεια του εξαμήνου ή της κλινικής πρακτικής. Μόνο κριτήριο ο βαθμός στις τελικές εξετάσεις, στις οποίες οι περισσότεροι από αυτούς που οργάνωναν τις καταλήψεις (μικρές μειοψηφίες μέτριων, κατά τεκμήριο, φοιτητών, με απαράδεκτη νοοτροπία καταγγελίας κάθε αντίθετης γνώμης, επιβολής της μιας και μοναδικής γνώμης που πρέσβευαν, και συμπεριφορά τραμπούκου) διάβαζαν με «λυσάρια θεμάτων» για μια-δυο μέρες και έπαιρναν τη βάση (5) για να περάσουν το μάθημα. Δυστυχώς, αυτές τις πρακτικές οι καθηγητές της Σχολής τις ανέχονταν, όπως τις ανέχονται και τώρα.

Σημειώστε, επίσης, ότι σχεδόν το 100% των φοιτητών που πρωτοστατούν, οργανώνοντας τις καταλήψεις (και συνήθως ολοκληρώνουν τον κύκλο σπουδών πολύ αργότερα από τα προβλεπόμενα έξι έτη) έχουν εξασφαλίσει θέση ειδικότητας και θέση στο ΕΣΥ (ως συνδικαλιστές, κατά τεκμήριο) για να συνεχίσουν το «λειτούργημά» τους, σαν ειδικευμένοι ιατροί πλέον, με τα όποια επακόλουθα για την ποιότητα παρεχόμενης υγείας. Ποιος τους έδωσε τη δυνατότητα αυτή; Ποιος τους χορήγησε το πτυχίο; Με ποια κριτήρια προόδου και επάρκειας τους δόθηκε ο τίτλος ειδικότητας;

Δυστυχώς, για την κατάντια της Ιατρικής Σχολής έχει πρωταρχική ευθύνη η πλειονότητα αυτών των ιδίων πανεπιστημιακών της δασκάλων και πρυτανικών ηγεσιών (με κάποιες, ευτυχώς, φωτεινές εξαιρέσεις) οι οποίοι παρακολουθούν εδώ και χρόνια αμήχανα και αδιαμαρτύρητα την κατρακύλα συμπορευόμενοι με τους «πολυπράγμονες πολιτικούς ταγούς» που ανέχονται τη μετριότητα.

Η αγανάκτηση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη γνωρίζοντας ότι αυτή η υπέροχη γωνιά της γης θα μπορούσε, με σωστό σχεδιασμό και κατάλληλο πλαίσιο κίνητρων, να μεταμορφωθεί σε «Silicon Valley της Ευρώπης» με απίστευτες ερευνητικές - τεχνολογικές δυνατότητες και ιατρική αιχμής, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει ένα συντριπτικό πλεονέκτημα και ένα μοναδικό πλούτο που κάθε κοινωνία προόδου και ευθύνης επιθυμεί και οραματίζεται: επιστημονικό και εργατικό δυναμικό ποιότητας και υψηλής ειδίκευσης, τόσο στην πατρίδα όσο και στο εξωτερικό. Αλλά δυστυχώς προτιμούμε να ανεχόμαστε τη «νοοτροπία της ελάχιστης προσπάθειας των μέτριων». Δυστυχώς...

* Ο κ. Αναστάσιος X. Πολυμενάκος, (MD, FACS) είναι επίκουρος καθηγητής Καρδιοχειρουργικής στο Rush University Medical College of Chicago.